στυλώνω — στυλώνω, στύλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στυλώνω — στύλωσα, στυλώθηκα, στυλωμένος 1. στηρίζω κάτι με στύλο: Στύλωσε τη στέγη. 2. «Στυλώνω τα μάτια», στρέφω τα μάτια κάπου· «Το φαγητό με στύλωσε», μου έδωσε δυνάμεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιβαστώ — (Μ ἀντιβαστάζω) υποστηρίζω, στυλώνω. νεοελλ. 1. βοηθώ 2. υπομένω καρτερικά … Dictionary of Greek
επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek
ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… … Dictionary of Greek
ξεστυλώνω — 1. αφαιρώ τον στύλο που στηρίζει κάτι 2. (το μέσ.) ξεστυλώνομαι μτφ. εξαντλούμαι, είμαι εξαντλημένος σωματικώς από πείνα, από έλλειψη τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + στυλώνω] … Dictionary of Greek
σκηρίπτω — Α (επικ. τ.) 1. στηρίζω, στυλώνω 2. μπήγω, φυτεύω στέρεα («ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε», Απολλ. Ρόδ.) 3. παθ. σκηρίπτομαι υποδαυλίζομαι («πῡρ σκηριπτόμενον ὀρθοῡται», Φίλ.) 4. φρ. «σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε» στηριζόμενος ωθεί με χέρια και… … Dictionary of Greek
στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… … Dictionary of Greek
τσουλώνω — και τσυλώνω Ν (σχετικά με αφτιά) στήνω όρθια, τεντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < στυλώνω, με αντιμετάθεση τών συμφώνων στο σύμπλεγμα στ (πρβλ. ά τσ αλος* πιθ. < ατά σθ αλος) και διατήρηση τής αρχ. προφοράς τού υ ως ου (πρβλ. ξουράφι < ξυράφι)] … Dictionary of Greek
τσουλώνω — τσούλωσα, τσουλώθηκα, τσουλωμένος, στήνω όρθια (τα αυτιά), στυλώνω: Το άλογο έχει τσουλωμένα τα αυτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)